Πρόδρομος ή Μποντόσης ή Καπετάνιος
Η Γεωργία είναι υπαρκτό πρόσωπο. Είναι η ναύτης του «ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΩ 7775» με καπετάνιο τον άντρα της τον Πρόδρομο ή Μποντόση Λαφάκη. Ο Πρόδρομος γεννήθηκε στη Χαλκίδα από γονείς Κωσταντινοπολίτες, οι οποίοι κατέληξαν να ζήσουν στα Νέα Παλάτια της Σκάλας Ωροπού... Ο Πρόδρομος στη Σκάλα είναι ένας και μοναδικός. Με Το «ΓΕΩΡΓΙΑ» του φέρνει βόλτα τον Ωροπό όταν μόνο έχει καλό καιρό και ο θεός τον αποζημιώνει συχνά με καλή ψαριά. Όταν έχει φουρτούνα έρχεται στη βάρκα πρωί πίνει το καφεδάκι του κάνει ένα τσιγάρο και επιστρέφει σπίτι να ετοιμάσει το μεσημεριανό. Συχνά φυλάσσει για τον εαυτό του και τη κυρά το καλλίτερο ψάρι και το απολαμβάνει όποτε θέλει πίνοντας μαυροδάφνη. Λιθρίνια, τσιπούρες, κέφαλοι, κοκάλια, σουπιές, καλαμάρια, γοφάρια, τετράπαχοι αστακοί, γνήσιες γαρίδες, βασιλικά καβούρια περνάν από το πανέρι του. Ο Πρόδρομος χαίρει μεγάλης εκτίμησης από γνωστούς και αγνώστους. Προσωπικότητες εξαίρουν την δεινότητα του λόγου του. Ο ίδιος φυλάει για τους πάσχοντας συνανθρώπους του μια εξαιρετική ανθρώπινη μέχρι δακρύων ευαισθησία. Από αυτόν είδαν πολλοί μόνο καλό, άκουσαν χωρατά και πήραν βοήθεια, συμβουλές. Οι περαστικοί έχουν όλοι την καλημέρα του με το όνομα τους. Στο καφενείο οι φίλοι του περιμένουν πως και πως τα πειράγματα του. Συχνά πυκνά ικανοποιεί και το άλλο πάθος του το κυνήγι...Ο Πρόδρομος έχει γυρίσει από ναύτης ως καπετάνιος τον κόσμο όλο. Έχει γνωρίσει τόπους άλλους και ανθρώπους πολλούς. Κάμποσα από τα επαγγελματικά του χρόνια τα αφιέρωσε στον ευβοϊκό μεταξύ Ωροπού και Ερέτριας υπηρετώντας ως καπετάνιος στα φέρυ. Ο ευβοϊκός είναι η αγάπη του. Τα νερά του η δεύτερη του φύση. Τα περαστικά ψάρια του καναλιού έχουν να το λένε ότι εδώ βρήκαν την καλλίτερη τροφή ...και τον πιο αυθεντικό και ταπεινό ψαρά που του βγάζουν το καπέλο και γιαυτό και τον προτιμούν...
Στην πρύμνη τώρα της ζωής
Ο Μποντόσης είναι καθισμένος
Και κοκάλια πουλάει ευτυχισμένος
Καλημέρα κύριε Χρίστο
Καλημέρα κύριε Τάκη
Έχω για σας φρέσκο και γλυκό ψαράκι...
Πάνω από το κεφάλι του
Αμέτρητα πετούσαν τα πουλιά
Και από το νερό της θάλασσας
Ολόρθα τα ψαρόπουλα πηδούσαν
Σαν τα' όμορφο τραγουδάγανε τραγούδι
(Σιμωνίδης 384)
Να με κατέχει η βουή
Της σκοτεινής της θάλασσας
Της πολυκυματούσας
(Σιμωνίδης 385)
Πρέπει να ξέρει ο ναυτικός
Τη θάλασσα από τη στεριά να βλέπει
Σαν μέσα όμως βρεθεί,
Όπως το βρίσκει το καιρό
Έτσι ν΄ αρμενίζει
(Σκόλια 445)
Με τη δαγκάνα ο κάβουρας
Τον τσακώνει τον όφη
Τίμιος ο φίλος πρέπει να γενεί
Και πονηρός μην είναι
(Σκόλια 446)
Μακάρι να μπορούσε ο καθείς
Βαρκούλα νάχε να ψαρεύει
Στο κόλπο ν' αλαργεύει
Γλυκά ψάρια κάθε μέρα να μαγειρεύει
Μακάρι να μπορούσε ο καθείς
Ψυχούλα νάχε σαν το Μποντόση
Κακία δεν θα υπήρχε πουθενά
Να τον νε πληγώσει
Μακάρι να μπορούσε ο καθείς
Να ήταν σαν τον Μποντόση ευθύς...
Μέσ' στη βαρκούλα του ο ψαράς
Με κέφι τη δουλειά του κάνει
Παράπονο δεν κάνει στο θεό
Αν λάχει καμιά φορά
Και τηγανιά δεν βγάνει
Με βίτζι το δίχτυ τραβώ
Στη θάλασσα τη ζωή μου χρωστώ
Πέρνα φίλε από τον Ωροπό
Ψάρι να φας μοναδικά γλυκό
Το τιμόνι γερά κρατώ
Κανένα δεν θέλω αφεντικό
Το θεό μόνο ευχαριστώ
Που μου δίνει αρμύρα και νερό
Το τιμόνι γερά κρατώ
Το φέρυ ακόμα οδηγώ
Ονειρεύομαι ωκεανό
Δακρύζω και παραμιλώ
Κόμπος είναι η ζωή
Για να τον λύσεις
Μεγάλη θέλει υπομονή...
Καπετάνιε καπετάνιε !
Ζει ο βασιλικός ο κάβουρας;
Ναι Γεωργόνα μου καλή
Ζει και βασιλεύει
Στους πόντους τα βουνά
Στων γλάρων τα φτερά
Στων καπεταναίων τη καρδιά !
Χρίστος Ρουμελιώτης
Αθήνα 2/11/2007 1:41:28 πμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου