voguent au bord de la tempête
A mêler les corps sans secrets
Les esprits brûlent
à l'ombre des lumières..
Quand le destin s'ouvrent à nous
Une voix salvatrice explose
les mots en sons
Ce chant, révélateur, libère
la promesse de moments tranquilles
Au rivage, j'ai jeté l'ancre
pour aborder son coeur..
÷÷÷
Regarde comme le ciel change
à chacun de nos pas
Le jeu de nos paumes, étrange
ramasse les doutes en feuilles
Sous le chêne, où nous rêverons encore
nos regards s'apprivoisent, douceur
Au loin, le calvaire gage la croyance
en de magnifiques lendemains.
Sous nos yeux, l'horizon se dévoile en
délivrant nos langues avides de mots,
S'ouvrir, sur les pierres
de nos souvenirs, comme un don
Nous avons respiré la Terre.
L'écume de nos chairs
a inspiré nos peaux
en ondes rassurantes et enivrantes
A cet instant, je suis devenue
la brise de ton souffle..
÷÷÷
Ελεύθερη απόδοση
δύο ποιημάτων μιας blogger
& ποιήτριας από το blog της
Σιγή…
Γη ύδωρ αήρ
Ψυχές που βολοδέρνουν
στην καταιγίδα
Σώματα που βράζουν
χωρίς μυστικά
Πνεύματα που ανάβουν
στη σκιά του φωτός
Γη ύδωρ αήρ
Πεπρωμένο, Ήχος, Λέξεις
Γη ύδωρ αήρ
Τραγούδι αποκαλυπτικό…
Υπόσχεση μιας γαλήνης…
Καρδιά μου έριξα άγκυρα…
Το αεράκι και η ανάσα
÷÷÷
Κοίτα ο ουρανός αλλάζει
Καθώς περπατούμε
Κοιτάμε τις παλάμες μας
Περίεργα αινίγματα
Κάτω από τη οξιά
Όνειρα, σιγή, ζεστασιά …
Τα πάθη τίμημα της πίστης
Στο αιώνιο μέλλον…
Κοίταξε τον ανοιχτό ορίζοντα
Λέξεις λέξεις λέξεις
Αναμνηστικές πετρούλες
Δεν σε χορταίνω Γη
Αφρός τα βήματά μας
Φορούν την ψυχή μας
Τότε έγινα
Το αεράκι της ανάσας σου
Χρήστος Ρουμελιώτης
Τετάρτη, 21 Νοεμβρίου 2007
7:15:13 πμ
ΕΝΘΕΤΟ
Παλιές εικόνες
(Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου)
Παλιές εικόνες χάρτινες,
στον τοίχο κρεμασμένες,
του πόνου μου συντρόφισσες
και θύμησες γλυκές,
καθώς σας βλέπω αναπολώ
μέρες ευτυχισμένες –
τι γρήγορα που πέρασαν!
Θαρρώ πως ήταν χτες.
Εδώ μια κόχη τ’ ουρανού
σ’ έρημο πετρονήσι,
–πολλές φορές λικνίστηκα
μ’ ονείρατα τερπνά–
κι εκεί ένας παλιός θεός,
σ’ ολύμπιο μεθύσι,
την κούπα την ολόχρυσην
αδειάζει και κερνά.
Μια ακουαρέλα πλάι του,
κάποιου καλού τεχνίτη,
πασίφωτος κι ολόχαρος
ο κάμπος του χωριού,
ένα μαγγανοπήγαδο
κι ένα χωριατοσπίτι–
πόσο καλά τα γνώρισα
με τα φτερά του νου.
Πιο πέρα κάποιο σκοτεινό
πορτρέτο με κοιτάζει
κι έχει ματιάν αστραφτερή
κι εβένινα μαλλιά–
Αχ, όταν ήμουνα μικρή,
μ’ έτρωγε το μαράζι
γι’ αυτόν το λεβεντόκορμο
κι άγνωστο βασιλιά.
Παλιές εικόνες χάρτινες,
στον τοίχο κρεμασμένες,
απείραχτες δε μείνατε
στο πέρασμα του χρόνου.
Και σεις τώρα με βλέπετε,
θαμπά ξεθωριασμένες,
σύντροφοι του καλού καιρού
και του σκληρού μου πόνου.
Από τη συλλογή
Νύχτες αγρύπνιας (1932)
της Ανθούλας
Σταθοπούλου-Βαφοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου