Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που επισκέφτηκα το Βασαρά ή Βασσαρά (*). Μεσολάβησε η τρομερή πλημμύρα στη Θεσσαλία που έριξε στη φτώχεια πολύ κόσμο. Έρχεται και η δικιά μας σειρά σίγουρα αν δεν δείξουμε την αλληλεγγύη μας και αν δεν ξηλώσουμε αυτή τη άμιαλη κρατική μηχανή που είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να προσδώσει και τον καλύτερο εραστή της και δεν την ξαναφτιάξουμε από την αρχή. Γιατί πρώτη αυτή έχει διαπράξει διαχρονικά μέσω των διαχειριστών της πολλά μα πολλά εγκλήματα. Δεν θα μιλήσουμε εδώ και για ένα άλλο έγκλημα που μεσολάβησε με ήρωα το Αντώνης.
Αναχωρώντας από το αμφιθεατρικό αυτό χωριουδάκι χτισμένο με πολύ αγάπη και μαστοριά από Καλαβρυτινούς και Λαγκαδιανούς πετράδες πριν ένα-δυο αιώνες σε μια από πιο πράσινες πλαγιές του Πάρνωνα ένιωσα στη καρδιά μου ένα τσίμπημα σαν ένα πελώριο πουρνάρι αυτό της Βέρια (6,7 km από το Βασαρά) με τα πριωνωτά
του φύλλα να με κεντά χωρίς όμως να με πονά και να μου λέει μη φύγεις
κάτσε, πότε θα σε ξαναδώ; και δεν ήταν μόνο αυτό ήταν και τα άλλα δένδρα οι κουμαριές, οι δρυς οι οξιές, οι καρυδιές, οι συκιές, τα δειλινά, οι
παραμελημένες κληματαριές, οι αμυγδαλιές, οι ροδακινιές, τα πλατάνια και οι φλαμουριές. Ας με συγχωρέσουν πολλά δένδρα
και φυτά που δεν τους έδωσα σημασία και καταγραφή. Την προσοχή μου απέσπασαν για άγνωστους λόγους τα ανθρωπόσχημα ζεμπερέκια στις
παλιές πόρτες των εγκαταλελειμμένων ή όχι σπιτιών. Η μυτούλα τους που
εξείχε από το σώμα τους, το κεφαλάκι τους και τα ματάκια τους ήταν πολύ ομιλητικά. Κάθε ένα ήθελε μια
διαφορετική ιστορία να μου διηγηθεί προφανώς συγκινημένο που κάποιος
ύστερα από τόσα χρόνια μοναξιάς και εγκατάλειψης τα πρόσεξε. Με υπομονή
και επιμονή άρχισαν να συγκεντρώνονται ένα ένα στο φωτογραφικό
ηλεκτρονικό αρχείο και να παίρνει τη θέση που του αξίζει. Στο μέταλλο
τους ο χρόνος έγραφε την προοδευτική τους ιστορία και η σκουριά δεν τα
μείωνε αλλά τους προσέδιδε
αξία. Θυμόντουσαν τα κουρασμένα ροζιασμένα χέρια που τα άγγιζαν
ελάχιστα και αυτά ανταποκρίνονταν αμέσως ειδοποιώντας το "κοκοράκι" να
τους επιτρέψει να εισέλθουν στην πέτρινη καλόχτιστη αυλή με το πηγάδι,
το σταύλο,
το κελάρι, το κοτέτσι, το φούρνο, τη πέτρινη σκάλα, το Χαγιάτι.
Θυμόντουσαν με δάκρυα σκληρές στιγμές αποχωρισμού για τη ξενιτιά κυρίως
Αμερική τρυφερές στιγμές ανταμωμάτων, παλινοστήσεων, επαναστάσεων, προδοσιών, σφαγών, στεφανωμάτων, γλεντιών αλλά και ξεπροβοδίσματος αγαπημένων στο
άλλο κόσμο τον κρύο τον υποχρεωτικό τον αγύριστο όπου μόνο η σκέψη των
ζώντων προσεγγίζει. Θυμόντουσαν τα (ζα) ζώα και τα πατήματα τους στο
χωμάτινο δρομάκι φορτωμένα βιός για ανταλλαγή να πλησιάζουν και αυτά ως
δια μαγείας να τους ανοίγουν τις μπάρες και τις αυλόπορτες διάπλατα
φορτωμένα ιδρώτα και άπειρες ώρες δουλειάς στις λάκες και τα χωράφια.
Φορτωμένα στάρια, άλευρα, καρύδια μύγδαλα, κάστανα αλλά και λάδι από μακρυά. Το εξασκημένο αυτί τους ξεχώριζε τους μουσικούς ήχους του φιλόμουσου αφεντικού τους θες το μουρμουριστό πονετικό
τραγούδι, θες το ρυθμικό χτύπημα στη γράμμωση της μολυβιάς σανίδας από
το εξίσου αποτελεσματικό αποκαλυπτικό κλειδί ή θες από κάποιο αυτοσχέδιο
τουμπερλέκι
που γεννούσε και αυτό άκοπα και δωρεάν ρυθμούς. (Το κλειδί
τοποθετούνταν ψηλά σε κούφωμα (τρύπα) του εξωτερικού τοίχου να μην το
φτάνουν τα παιδιά).
Εδώ
υποχρεωτικά πρέπει να γυρίσω πίσω στην αρχή αυτής της ιστορίας και να
ευχαριστήσω τους ανθρώπους ευγενικούς χορηγούς της επίσκεψης μου στο χωριό.
Το γλυκύτατο Πανούλη Παπαγγελή και την φωτεινή Φωτούλα Παπαγγελή-Λεονάρδου με τη μεταλλική και ζεστή ηχοχρωματική φωνή. Οι ανωτέρω με τα αφήγηματά τους δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό να με μυούν (εισάγουν) στην ιστορία αυτού του χωριού.
Τα
ζεμπερέκια δεν είχαν τελειωμό τόσο αριθμητικά όσο και αφηγηματικά. Να
το ένα να και το άλλο. Όλα κάτι είχαν να πουν. Τους γνώριζαν όλους στο
χωριό ήξεραν τα πάντα. Γνώριζαν ιστορίες κλειστών παραθύρων, εγκαταλελειμμένων σπιτιών, κλειστών αυλοπορτών, υπερηφάνων αλωνιών, ερήμων πορτών και των 2 ερήμων από παιδιά κτιρίων του δημοτικού σχολείου του χωριού..
Μεταξύ
άλλων μου γνώρισαν με την κυρία Γκόλφω Φλώρου που με το
τριαντάφυλλο και το βασιλικό στο χέρι και τα δειλινά στα μάτια ανηφόριζε
για τον Άγιο Γιώργη..
Δειλινά μας λένε
Ριζά σε τοίχους μαντρών
Και οικιών φυτρώνουμε
Τίποτα δεν σας χρεώνουμε
Αντέχουμε και επιμένουμε
Σε ζέστη κρύο και χιόνι
Σε τούτο το χωριό
Η Γκόλφω μας εξυψώνει
(Γεια σου Γκόλφω μας ακριβή)
Συκιά στο καμπαναριό
(1823)
Φύτρωσε μονάχη
Να τραγουδά από κει ψηλά
Πώς σαν τη λευτεριά
Άλλη αξία δεν υπάρχει..
(Θυμάται τη σφαγή
από τους Τούρκους
του χωριού το 1823)
Ο φιλόπονος Αντώνης:
Κυριακή στο κήπο του
Ποτίζει τις τομάτες
Να τις προσφέρει στα εγγονάκια
Φρέσκες και αφράτες
Και οι αδελφές γειτόνισσες
Η Ντίνα και η Γωγώ
Από τη Σπάρτη έρχονται κ πάνε
Καφέ ντεκόρ και ανάγνωση
Τους παράξενους επισκέπτες
Από παλιά βιβλία κερνάνε
Και σε μια στιγμή
όλα τα ζεμπερέκια
Αρχίσανε να χτυπάνε
Ρυθμικά τα κοκοράκια τους
Με τις λεπτές φωνούλες τους
να τραγουδάνε.
Και συναυλία μεγάλη εγένετο από
ζεμπερέκια μίμους κελαϊδισμάτων:
Τσαλαπετεινών και Αμπελουργών
Κοκορακίων και Καρδερινών
Τουρκακίων και Κουρκοπουλιών
Κοντομηρίων και Τσιχλών
Μελισσουργών και
Κατακίτρινων Συκολόγων
και ηψίφωνων τσαλαπετινών
Αλλά και ομόφωνα χελιδόνια
Που μαζί με κοκκινολέμηδες
Στέκονταν να βγάλουν το χειμώνα!
Βασαράς σημαίνει:
Σπίτια λοντζοτά
Με Καλυβάκια
Γύρω από τ' αλώνια κυκλικά
Πόρτες με ωραία τόξα ανακουφιστά
ένα και ογδόντα όλα ανοιχτά
Μακεδόνες και Λαγκαδιανοί
Ηπειρώτες και Καλαβρυτινοί
ήσαν πετρομαστόροι
όλοι εξαιρετικοί.
Το ζεμπερέκι του Βασαρά
Με λένε ζεμπερέκι
Και έχω και ένα ξαδέλφι
Που το λένε τουμπερλέκι (**)
Με τιμά ιδιαιτέρως το γεγονός
Που ο Παναγιώτης είναι και μουσικός
Και ανθέων γητευτής γοητευτικός
Είναι και άριστος ξεναγός
Ταπεινών ενδόξων π.πέτρο-οικιών
Λαογραφικών μουσείων ιδιωτικών
και της ιστορίας δεινός αφηγητής
Έχω πολλά αδέλφια
στου Βασαρά στις παλιές
τις πόρτες και τα παραθύρια
Το καθένα έχει και μια ιστορία
Πόνο και ευτυχία
αγάπη και εργασία
πανυγήρι και συναυλία
Σκοτωμό ή χαλασμό
Αντάμωμα ή ξενιτεμό
Καμπάνα και εκκλησία
Νύφη και γαμπρός γλέντια
Ανάσταση και ξεσηκωμός
Από τη ξενιτιά συχνά μου γράφουν
πώς πολύ με αγαπάνε
και μια μέρα θέλουν να έρθουν
Να με κοιτάνε!
Η σκουριά ματαίως με αγγίζει
Αξία μου δίνει και με διαιωνίζει
Πότε πότε και κάποιος φωτογράφος
στέκεται και με το φακό ζουμάρει
Ελπίδα να μας πάρει σπίτι του
και στο ίντερνετ να μας βάλει.
Γνωρίσαμε πολλούς
Ήρωες στα βουνά
Ήρωες!
και οπλα-αρχηγούς
πεσόντες για ιερούς σκοπούς
Την παληκαριά και τη λευτεριά
Τιμάμε και τραγουδάμε
Και το Παναγιώτη αγαπάμε
που είναι μοναδικός
Της μικρότερης συναυλίας
του κόσμου χορηγός, ζήτω ο
Καλπασμός και ο τραχιασμός!
Ζήτω το τουμπερλέκι
Που ξαδέλφι έχει
Το καλλίτερο ζεμπερέκι!
Τακ τακ τακ τακ
Τίκι τίκι τίκι τίκι
τάκα τάκα
Τακ τακ τακ
Δις σιωπή και
τακ τακ τακ τακ
Και τον Ανάργυρο
το φίλο του Πητ αγαπούμε
Και ποτέ δεν τον ξεχνούμε..
Guest star στο παρών πολύ φτωχό πόνημα για ιστορικά τα δεδομένα του Βασαρά
είναι η μούσα μου Αντίς εγγονή της Φωτούλας Παπαγγελή-Λεονάρδου, καθώς
και μια εξημερωμένη κίσσα που συνομιλεί με τα ζεμπερέκια και συντρώγει
με το γείτονα του Γιώργου Παπαγγελή συμπέθερου του Πάνου Παπαγγελή
ομογενούς εξ Αμερικής. Με το εν λόγω ανταλλάξαμε παλιές εικόνες ένα
πρωί από παλιά σπίτια στο Βασαρά.
Κατά τα άλλα παραθέτω πλήθος ομιλούντων εικόνων από το πανέμορφο αυτό
χωριό του Πάρνωνα. Κρατώ εις ανάμνηση και επικοινωνία τους Ανάργυρο και
Παναγιώτη (Πητ) δύο πρόσωπα που χωρίς αυτά ο τόπος θα είχε έλλειμμα.
(*)
Βασσαράς: Κατά ερμηνεία Παναγιώτη και ευρύματα από αρχαίο ναού του
Διονύσου στη περιοχή το όνομα Βασσαράς προκύπτει από τους Βάκχους
(**) του Παναγιώτη (Πητ)
Χρήστος Ρουμ.
12/9/2023
Σημ.1 Συνεχίζεται με αποσπάσματα από παλιά πολύτιμα έντυπα και αρχεία του Πητ.
Σημ. 2 Τα ακούσματα που κατόρθωσα να καταγράψω εδώ αχνά χάρις στο Πάνο, τον Πητ, τον Ανάργυρο και άλλους καλούς ανθρώπους που συνάντησα στο χωριό δεν αποτελούν παρά μόνο μια πινελιά στον αγαπημένο προσωπικό μου ηλεκτρονικό πίνακα.
Ευχαριστώ τους επισκέπτες για τη προσοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου