Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Κώστας Χατζής, Γιάννης Σπανός


Κώστας Χατζής: «Όταν έβρισκα δουλειά, με ντύνανε Τσιγγάνο, με σκουλαρίκι» Γεννήθηκα όχι μέσα στη φυλή μου, γεννήθηκα  χωρίς να το παρεξηγήσετε με Έλληνες στη Λιβαδειά το 1936, σε μια γειτονιά που είχε όλες τις τάξεις. Υπήρχαν οι πλούσιοι, η ελίτ που λέμε σήμερα, τότε δεν υπήρχε αυτή η λέξη, η μεσαία τάξη, οι φτωχοί και οι πιο φτωχοί. Ανήκα στους πιο φτωχούς, στην κατώτερη φυλή, στους πληβείους.  


Ήταν δύσκολα χρόνια. Με πενήντα λεπτά ρύζι που έβαζε ο μπακάλης σε ένα χωνάκι από εφημερίδα η μάνα μου έκανε και δυο και τρία φαγητά να μας θρέψει. Τότε δεν ψώνιζαν οι άντρες, αλλά οι γυναίκες. Με φωνάζαν Κωστάκη και με έστελναν να πάρω άνηθο ή μαϊντανό, ό,τι είχαν ξεχάσει. Μου περισσεύανε δεκάρες, αλλά η μάνα μου μού έλεγε «πρόσεχε, να είσαι περήφανος, να μη δέχεσαι να παίρνεις τα ρέστα». 

Όταν πήγα σχολείο ήμουν εννιά χρονών, με βρίζανε και με έλεγαν «ο γύφτος». Πήγα στη μάνα μου, τη Ζωή, και λέω «μαμά, είμαστε γύφτοι;». «Όχι, παιδί μου», μου λέει, «εμείς είμαστε άρχοντες». «Γιατί είσαι σκούρος;» με ρώταγαν τα παιδιά, «γιατί γυρίζεις, βρε, όλο στον ήλιο», μου έλεγε η μάνα μου, αλλά εγώ όταν γύριζα σπίτι έβλεπα ότι ήμουν σκούρος παντού. Τα παιδιά που με βρίζανε τα χτύπαγα και, αφού τα χτύπαγα, με διώχνανε από το σχολείο. Η Λιβαδειά είχε τέσσερα δημοτικά, με διώξανε από όλα. Τελικά κατάφερα και τέλειωσα το δημοτικό, αλλά είχα καταλάβει ότι ήμουνα στο περιθώριο.

Αγαπούσα πολύ την οικογένεια. Όταν κέρδισα λεφτά, πήρα στη μάνα μου σπίτι, αυτό με ένοιαζε, να έχουν και οι αδελφές μου ένα σπίτι, ένα σταυρουδάκι, ένα ρολογάκι. Γι’ αυτούς ζούσα, και αν με ενδιέφεραν τα χρήματα ήταν όχι για να πλουτίσω, αλλά για να τακτοποιήσω την οικογένεια. Παντρεύτηκα μια Γερμανίδα και μια Γαλλίδα και έχω έξι παιδιά. Με τις ξένες, που με ρωτάτε πώς τις διάλεξα, δεν υπήρχε προκατάληψη ότι είμαι γύφτος. Εσείς σοκάρεστε που το λέω έτσι, αλλά έτσι είναι. Τις γυναίκες της φυλής μου τις έβλεπα σαν αδελφές μου, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα μαζί τους, το θεωρούσα ανήθικο.

Διάβασα πολύ, όχι για να λέω ότι έχω γνώσεις, αλλά για να δικαιολογήσω αυτό που ήθελα να γράψω. Εμένα με μάγεψαν ο Παλαμάς και ο Σικελιανός, ο Παπαδιαμάντης, ο Σουρής, ο Σούτσος, ο Γρυπάρης, οι ποιητές όλοι και αυτά τα «έκλεψα» στη στιχουργική μου. Κακοφαίνεται στη γυναίκα μου και στον μαέστρο να το λέω έτσι, αλλά δεν είμαι αυτόφωτος, είμαι ετερόφωτος, έχω μια ανθολογία του Αποστολίδη και από εκεί σημειώνω και μελετώ. Μα θα σας πω ότι από όσα διάβασα, κανένας δεν έφτασε τον Μακρυγιάννη, που ήξερε δυο γράμματα, το συντακτικό του όμως κανένας δεν το έφτασε.

Όταν άρχισα να γράφω τα δικά μου τραγούδια, αναφερόμουν σε γεγονότα ιστορικά και αντιπολεμικά, από τους δικούς μας πολέμους μέχρι το Βιετνάμ, και στη φυλή μου με έναν τρόπο όχι άμεσο αλλά ποιητικό. Ήταν τραγούδια καταγγελτικά που δεν άρεσαν και κυνηγήθηκα, αλλά με αυτό τον τρόπο μίλησα με τους ποιητές και τους καλλιτέχνες και με ανθρώπους που θαύμαζα και με τον κόσμο που με άκουγε.

Εγώ δεν ήθελα ποτέ να δείχνω ότι είμαι διαβασμένος, δεν κερδίζεις τίποτα με αυτό, κέρδισα όμως έναν πλούτο εσωτερικό, βγήκα ένας γύφτος χρηστός μέσα σε ένα σύστημα που μπορεί να το πει κανείς διεφθαρμένο. Με κοιτάζετε κάθε φορά που λέω «γύφτος», ωστόσο μας έμαθε ο Αριστοφάνης ότι όταν αυτοσαρκάζεσαι περνάς τα ωραιότερα μηνύματα.

«Φέτος κλείνω 70 χρόνια που τραγουδάω.

Αυτά που έλεγα όμως τα έλεγα με σεβασμό».

Μετά από 68 χρόνια πορείας μου έδωσαν το Ηρώδειο για να τραγουδήσω. Δεν ήταν όνειρό μου να τραγουδήσω εκεί, αλλά για πολλά χρόνια γεύτηκα την απόρριψη», είπε για την «δικαίωση» που ένιωσε όταν τραγούδησε από την σκηνή του Ηρωδείου.(15 Οκτωβρίου 2023)

29/10/2025
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΗΣ
Για τα σπίτια μας...
Σήμερον εμού
Και αύριον ετέρου
Και ουδέποτε τινός
Ή, μεταφερμένο σε χαϊκού:
Δικό μου τώρα
κελί, άλλου αύριο,
κανενός ποτέ.
Γραμμένο στο πανωθύρι ενός κελιού στο μοναστήρι της Παναγίας της Έλωνας, ανάμεσα στο Λεωνίδιο και τον Κοσμά, στην Αρκαδία..

Γεννήθηκα στο Κιάτο Κορινθίας.
Ήμουν παράξενο παιδί.
Έπαιζα πιάνο ώρες ατέλειωτες.
Για δύο χρόνια υπερέβαλα εαυτόν
και κάποια στιγμή, 

ο γιατρός μου είπε 
να σταματήσω να παίζω,
διότι κινδυνεύω να πάθω 
αγκύλωση στα δάχτυλα. 

Για ένα χρόνο 
το απαρνήθηκα.

Ο πατέρας μου 
με έστειλε σε ωδείο 
στην Κόρινθο.

Όλα πήραν ένα δρόμο 
από μόνα τους.

Στη Γαλλία ένιωσα
το μεγάλο γαλλικό τραγούδι.

Η γαλλική μουσική
ήταν στις δόξες της. 

Δεν υπήρχε άλλη χώρα τότε
που να έχει Εντίθ Πιάφ,
τον Ζακ Μπρελ, την Μπαρμπαρά.

Είχε και σπουδαίους ποιητές, 
όπως ο Αραγκόν, 
τον οποίο είχα μελοποιήσει 
και με δέχτηκε 
με ανοιχτά τα χέρια.

Όλοι αυτοί οι σπουδαίοι 
με δέχτηκαν άνετα, 
χωρίς να με ξέρουν, 

ακούγοντας μόνο 
τις μουσικές που έκανα 
για τα ποιήματά τους. 

Δε σκέφτηκαν αν είμαι 
γνωστός ή άγνωστος, 
αν ήμουν Γάλλος ή όχι. 

Οι Γάλλοι 
είναι ανοιχτοί σε νέα ταλέντα. 

Εδώ οι αγκαλιές είναι κλειστές, 
γιατί είμαστε βιαστικοί στην απόρριψη. 

Εκεί, μ' έχουν καταγράψει 
στο Larousse του γαλλικού τραγουδιού 
σαν συνθέτη γαλλικών τραγουδιών.
Σαν Γάλλο συνθέτη.

Το Νέο Κύμα ήταν μια ανάγκη.
Τότε τα πρωτεία τα είχαν

ο Μάνος Χατζιδάκις, 
ο Μίκης Θεοδωράκης,
ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Είχαν χαράξει δρόμο.
Μεγάλες προσωπικότητες.

Τους σεβόμουν 
αλλά ήθελα να κάνω 
κάτι άλλο. Κάτι δικό μου.

Επηρεασμένος από τις μπουάτ
έκανα αυτό το είδος τραγουδιού,

χωρίς δηλαδή αναγκαστικά
να περιλαμβάνει 
την αυστηρή δομή  
κουπλέ - ρεφρέν.

Μετά τον πρώτο μου δίσκο
''Μια αγάπη για το Καλοκαίρι'',

ακολούθησε ο Νότης Μαυρουδής
με τον οποίο ήμασταν 
στην ίδια εταιρεία.

Οι κριτικές έγραφαν ότι 
κάτι καινούριο συνέβαινε 
στο ελληνικό τραγούδι.

Ότι ερχόταν μια δροσιά.
Μια φρεσκάδα.

Ο Αλέκος Πατσιφάς, 
της δισκογραφικής εταιρείας Λύρα,
που ήταν πολύ έξυπνος, μου λέει:

''Γιάννη, 
πρέπει να βάλουμε 
έναν τίτλο σε όλο αυτό''.

Σκέφτηκα ότι 
το κινηματογραφικό κίνημα 
Nouvelle Vague ήταν τότε της μόδας.

Νουβέλ Βαγκ σημαίνει Νέο Κύμα. 
Και βγήκε έτσι.

''Μια αγάπη για το Καλοκαίρι'',
''Ένα Καλοκαίρι'', 

''Σαν με κοιτάς'',

''Θέλω τα ώπα μου'',

''Μαυρομαλλούσα κοπελιά'',

''Ρίξε στο κορμί μου 
σπίρτο να πυρποληθώ,

''Ήρθες εψές στον ύπνο μου
και μου ψιθύρισες'',

''Πες πως μ' αντάμωσες
μια νύχτα σ' ένα όνειρο'',

''Άσπρα καράβια τα όνειρά μας'',

''Σπασμένο καράβι'', 

''Βροχή και σήμερα'',

''Οδός Αριστοτέλους''
(Σάββατο κι απόβραδο),

''Η αλάνα''
(Σ' έστησαν σε μια γωνιά),

''Υπάρχουν άνθρωποι
που ζουν μονάχοι'',

''Κάτω απ' τη μαρκίζα'',

''Θα με θυμηθείς'',

''Αν μ' αγαπάς, θα κλέψω 
χρώμα της φωτιάς και λευκό πανί'',

''Δεν είσαι έρωτας εσύ,
είσαι γοργόνα, είσαι θάλασσα''.

''Μια φορά μονάχα φτάνει
να ραγίσει το γυαλί''.

Με την Αρλέτα 
υπεραγαπιόμασταν. 

Μαζί με τον Γιώργο Παπαστεφάνου,
το 1966, της δώσαμε το τραγούδι
''Μια φορά θυμάμαι μ' αγαπούσες'',

το οποίο έχει διασκευαστεί 
σε πολλές χώρες του κόσμου.

Με μια κιθάρα, 
με τη μουσική μου,

το στίχο του Γιώργου 
και τη μαγευτική φωνή της Αρλέτας,
έγινε επιτυχία.

Το θέμα είναι να γεμίσει 
ένα τραγούδι την ψυχή σου 
πραγματικά και όχι με εφέ.

Να αγγίζει την ψυχή 
και όχι το αυτί.

Η πραγματική δύναμη της τέχνης,
κρύβεται στην απλότητα.

Δεν επιδίωξα ποτέ 
δόξα και προβολή.

Ποτέ δεν προκάλεσα.

Νομίζω ότι ο κόσμος 
έχει καταλάβει 
τον χαρακτήρα μου.

Δε μετανιώνω 
που δεν παντρεύτηκα. 
Ήταν μια συνειδητή επιλογή.

Ο μουσικός μου κόσμος
ήταν μια απαγορευμένη ζώνη.

Αν είχα κάποιον άνθρωπο στο σπίτι μου
δε θα μπορούσα να κάνω μουσική.

Έτυχε ένας έρωτας 
να με αποπροσανατολίσει 
για λίγο.

Όμως, 
το πάθος μου για τη μουσική,
δε με άφηνε να υποδουλωθώ 
σε τίποτα.
Γιάννης Σπανός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου